- ᾠδείου
- ᾠδεί̱ου , ᾠδεῖονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οικονομίδης, Φιλοκτήτης — (Αθήνα 1889 – 1957). Έλληνας αρχιμουσικός. Σπούδασε μουσικός στο Ωδείο Αθηνών και παράλληλα παρακολούθησε τη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών, στην οποία αργότερα ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Ο Ο. ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία σε αρκετά… … Dictionary of Greek
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών — (ΚΟΑ). Μουσικό σύνολο που εμφανίστηκε στην Αθήνα το 1893. Η αρχική ονομασία της ΚΟΑ ήταν Μαθητική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και είχε ιδρυθεί από τον τότε διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γ.Ν. Ζάζο. Το 1911 η ορχήστρα μετονομάστηκε σε Συμφωνική… … Dictionary of Greek
Νάζος, Γεώργιος — (Αθήνα 1862 – 1934). Μουσικοπαιδαγωγός. Σπούδασε στο Μόναχο, απ’ όπου γύρισε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1888. Το 1891 διορίστηκε γενικός διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Άνθρωπος με έντονη … Dictionary of Greek
ODEUM — Graece Ὠδεῖον, vox apud Ciceronem et in Historiis frequens. In Odeo Attici theatri Aegyptiorum Regum statuas fuisse, Pausanias scripsit l. 1. Extra theatrum quoque loca dicata Musis, eôdem dicta nomine: quale Athenis a Pericle, destinatum Musicis … Hofmann J. Lexicon universale
Βαλτετσιώτης, Στέφανος — (Σύρα 1887 – Αθήνα 1974). Έλληνας συνθέτης. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Μιλάνο. Στην Ελλάδα διορίστηκε διευθυντής ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής (1912 39). Έγινε καθηγητής στη μελοδραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών (1917 26) και ύστερα του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Μόσελες, Ίγκνατσι — (Ignaz Moscheles, Πράγα 1794 – Λειψία 1870). Γερμανός συνθέτης, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Αρχικά ο Μ. σπούδασε πλάι στον Γερμανό συνθέτη Καρλ Μαρία Φον Βέμπερ, διευθυντή του Ωδείου της Πράγας. Η συστηματική ενασχόληση του δασκάλου του… … Dictionary of Greek
Μπουστίντουι, Ιωσήφ — (Josef Bustidui, Σαν Σεμπαστιάν 1882 – Αθήνα 1960). Ισπανός βιολονίστας και αρχιμουσικός. Σπούδασε στο ωδείο της γενέτειράς του και στις Βρυξέλλες, με τον διάσημο τότε βιολονίστα Σεζάρ Τόμσον. Μεταξύ 1901 1905 εμφανίστηκε με επιτυχία στο Βέλγιο,… … Dictionary of Greek
Παλλάντιος, Μενέλαος — (Πειραιάς 1914). Μουσουργός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε πιάνο και ανώτερα θεωρητικά στα Ωδεία Πειραιά και Αθήνας, όπου πήρε διπλώματα αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας. Πήρε επίσης πτυχίο σύνθεσης σε ωδείο στη Ρώμη. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα… … Dictionary of Greek
Σφακιανάκης — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, που ανέδειξε κυρίως αγωνιστές. 1. Ιωάννης. Πολιτικός (1848 – 1924). Καταγόταν από την Κρήτη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και τη Βιέννη. Πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση του 1866. Το 1878 εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην… … Dictionary of Greek